Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ μήδεα

См. также в других словарях:

  • μήδεα — μήδεα, τὰ (Α) βλ. μήδος (Ι) και (II) …   Dictionary of Greek

  • μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …   Dictionary of Greek

  • φιλομειδής — ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να χαμογελά 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + (μ)μειδής (< * σμειδής < μειδιῶ* «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο μειδής. Ωστόσο,… …   Dictionary of Greek

  • SATURNUS — Oceani ac Tethyos fil. Plato in Tinaeo: Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ω᾿κεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέςθ ην, ἐκ τούτων δὲ Φόρκυχ τε καὶ Κρόνος, καὶ Ρ῾έα, καὶ ὅσοι μετὰ τούτων. At Hesiod. in ortu Deorum, v. 44. cum Caeli uxorem Terram fuisse cecinisset,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σός — ή, όν, ΜΑ, και δωρ. τ. τεός, ή, όν, και βοιωτ. τ. αρσ. τιός και τ. ουδ. σούν, Α (κτητ. αντων. β προσ.) αυτός που ανήκει σε σένα, δικός σου («σὸς ἑταῑρος», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι για σένα ή από σένα (α. «εὐνοίᾳ... τῇ σῇ», Πλάτ. β. «σός τε… …   Dictionary of Greek

  • μέζεα — και μέδεα, τὰ (Α) 1. τα μήδεα* 2. τα γεννητικά όργανα τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μήδεα] …   Dictionary of Greek

  • ONAGER — I. ONAGER Hebr. arod, a voce dicitur, quae Latine reditus, et Pere, a cursu: quem, cum vulgaris asinus sit tarditatis indomitae, describit Oppian. l. 3. Cyneget. v. 182. Κραιπνὸν, ἀελλοπόδην, κρατερώνυχον, ὀξύτατον θεῖν. Velocem rapidum, validis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρύομαι — (I) ῥύομαι ΝΜΑ (αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῡ τεθνηκότος» λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα,… …   Dictionary of Greek

  • μεστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου. * * * ή, ό (ΑM μεστός, ή, όν) πλήρης,… …   Dictionary of Greek

  • πυκιμηδής — ές, και πυκιμήδης, ίμηδες, Α συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι (βλ. λ. πυκνός) + μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ μηδής] …   Dictionary of Greek

  • ψοφομήδης — ες, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που αγαπά και μηχανεύεται ψόφους, θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + μήδης (< μῆδος [Ι]* / μήδεα «τεχνάσματα»), πρβλ. Διο μήδης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»